Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίνιμουμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική minimum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μίνιμουμ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία