Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάνταρτ < αγγλική standard

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάνταρτ ουδέτερο άκλιτο

→ δείτε τη λέξη στάνταρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία