Ετυμολογία

επεξεργασία
standard < (κληρονομημένο) μέση αγγλική standard < παλαιά γαλλική estandart (τόπος συνάθροισης) < φραγκική *standahard  δείτε τις λέξεις stand και hard [1]
παραθετικά
θετικός standard
συγκριτικός more standard
υπερθετικός most standard

standard (en)

  1. τυπικός, τυποποιημένος, συνηθισμένο ή κανονικό αντί να έχει ιδιαίτερα ή ασυνήθιστα χαρακτηριστικά
    παράδειγμα  a standard hairstyle/outfit - τυπικό χτένισμα/ντύσιμο
    παράδειγμα  He did a standard check, but didn’t go in depth.
    Έκανε έναν τυπικό έλεγχο, δεν προχώρησε σε βάθος.
    παράδειγμα  standard phrases - τυποποιημένες εκφράσεις
    παράδειγμα  standard machine parts - τυποποιημένα εξαρτήματα μηχανών
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις common και normal
  2. κανονικός, στάνταρ, για ένα μέγεθος ή μέτρο, που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο, για παράδειγμα, από μια βιομηχανία
    παράδειγμα  standard measures and weights - κανονικά μετρά και σταθμά
    παράδειγμα  a standard size - κανονικό μέγεθος
    παράδειγμα  the standard prices of goods - οι στάνταρ τιμές προϊόντων
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) καθιερωμένος, για κάτι που θεωρείται έγκυρο και ως εκ τούτου χρησιμοποιείται ευρέως
    παράδειγμα  standard authors - καθιερωμένοι συγγραφείς
    παράδειγμα  standard dictionaries - καθιερωμένα λεξικά
    παράδειγμα  HTML is the standard markup language for web pages.
    Η HTML είναι η καθιερωμένη γλώσσα σήμανσης για ιστοσελίδες.
  4. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κοινά αποδεκτός, για την ορθογραφία, την προφορά, τη γραμματική κτλ. μιας γλώσσας που πιστεύεται ότι είναι σωστή και χρησιμοποιείται από τους περισσότερους ανθρώπους
    παράδειγμα  standard English/pronunciation - κοινά αποδεκτή αγγλική γλώσσα/προφορά

Αντώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
standard standards

standard (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πρότυπο, ο βαθμός, το υπόδειγμα, το μέτρο, ένα επίπεδο ποιότητας, ειδικά το οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι αποδεκτό
    παράδειγμα  leading standards of reliability - κορυφαία πρότυπα αξιοπιστίας
    παράδειγμα  The foundation of the bridge was made according to internal standards.
    Η θεμελίωση της γέφυρας έγινε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
    παράδειγμα  We reached a high standard of efficiency.
    Φτάσαμε σε υψηλό βαθμό αποδοτικότητας.
    παράδειγμα  It’s a standard of industry.
    Είναι υπόδειγμα επιμέλειας.
    παράδειγμα  I am setting a high standard for somebody.
    Βάζω υψηλό μέτρο για κάποιον.
  2. (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) τα στάνταρ, ένα επίπεδο ποιότητας που είναι φυσιολογικό ή αποδεκτό για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    παράδειγμα  He has very high standards.
    Έχει πολύ ψηλά στάνταρ.
    παράδειγμα  devices manufactured according to German standards - συσκευές κατασκευασμένες σύμφωνα με τα γερμανικά στάνταρ
  3. (μόνο πληθυντικός) τα μέτρα, ένα επίπεδο συμπεριφοράς που κάποιος θεωρεί ότι είναι ηθικά αποδεκτό
    παράδειγμα  I conform to the standards of society.
    Συμμορφώνομαι με τα μέτρα της κοινωνίας.
  4. (μετρήσιμο) το μέτρο, η μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται επίσημα
    παράδειγμα  I judge everyone by the same standard.
    Κρίνω όλους με το ίδιο μέτρο.
    παράδειγμα  Judging by that standard
    Αν κρίνουμε μ' αυτό το μέτρο
  5. (μετρήσιμο) η σημαία που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια επίσημων τελετών, ειδικά σημαία που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη στρατιωτική ομάδα
    παράδειγμα  the royal standard - η βασιλική σημαία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη flag

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • standard στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία
  1. standard - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
standard standards

standard (fr) αρσενικό