Ετυμολογία

επεξεργασία
στάνταρ < (λόγιο δάνειο) αγγλική standard [1] (→ δείτε τις λέξεις stand και hard) με «ατελή προφορά» [2] (χωρίς το τελικό -[d]). Επίσης, εκφορές με το τελικό [d]: στάνταρντ ή στάνταρτ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈstan.daɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στά‐νταρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάνταρ ουδέτερο άκλιτο

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) οι προδιαγραφές
    ⮡  έχει πολύ ψηλά στάνταρ
  2. πρόβλεψη για σίγουρη έκβαση (ιδίως για αθλητικούς αγώνες)
    ⮡  Στοιχηματίζει πάντοτε τα στάνταρ.
  3. επίσης, ως επίθετο
    ⮡  οι στάνταρ τιμές προϊόντων
  4. επίσης, ως επίρρημα: με στάνταρ τρόπο
    ⮡  Συμπεριφέρεται πολύ στάνταρ· καμία έκπληξη, πολύ συνηθισμένος.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στάνταρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «στάνταρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.