προδιαγραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προδιαγραφή < προδιαγράφ(ω) + -ή, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prescription [1] Μορφολογικά, προ-, δια-, γραφή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.ði̯a.γɾaˈfi/ & /pɾo.ðʝa.γɾaˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐δι‐α‐γρα‐φή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροδιαγραφή θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό: προδιαγραφές) τα χαρακτηριστικά και οι προϋποθέσεις που πρέπει να έχει κάτι (προϊόν, αντικείμενο, πνευματικό έργο, υπηρεσία κ.λπ.), ώστε να δουλεύει σωστά ή να ανταποκρίνεται στην αποστολή του ή το σκοπό του
Συγγενικά
επεξεργασία- προδιαγράφω
- → δείτε τις λέξεις διαγράφω και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προδιαγραφή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προδιαγραφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας