prescription
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
prescription (en)
- (ιατρική) η συνταγή γιατρού
- οδηγία χορήγησης/λήψης/χρήσης φαρμάκου (τροπική/μεθοδολογική, ποσοτική, χρονική/που αφορά χρονισμό λήψης, διορθωτική/που αφορά διόρθωση λάθους λήψης κα)
- (νομική) positive prescription: η χρησικτησία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
prescription | prescriptions |
prescription (fr) θηλυκό