Ουσιαστικό

επεξεργασία

prescription (en)

  1. (ιατρική) η συνταγή γιατρού
    • οδηγία χορήγησης/λήψης/χρήσης φαρμάκου (τροπική/μεθοδολογική, ποσοτική, χρονική/που αφορά χρονισμό λήψης, διορθωτική/που αφορά διόρθωση λάθους λήψης κα)
  2. (νομικός όρος) positive prescription: η χρησικτησία



      ενικός         πληθυντικός  
prescription prescriptions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prescription (fr) θηλυκό

  1. η συνταγογράφηση, η συνταγή
  2. η παραγραφή