παραγραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγραφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραγραφή < παραγράφω < παρα- + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραγραφή θηλυκό
- (νομικός όρος) η διαγραφή των συνεπειών ενός διαπραχθέντος αδικήματος μετά από κάποιο χρονικό διάστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγραφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραγραφή | αἱ | παραγραφαί |
γενική | τῆς | παραγραφῆς | τῶν | παραγραφῶν |
δοτική | τῇ | παραγραφῇ | ταῖς | παραγραφαῖς |
αιτιατική | τὴν | παραγραφήν | τὰς | παραγραφᾱ́ς |
κλητική ὦ! | παραγραφή | παραγραφαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραγραφᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραγραφαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαραγραφή θηλυκό
- οτιδήποτε γράφεται δίπλα
- σημείωση στο περιθώριο που δηλώνει το τέλος μιας περιόδου
- παράγραφος
- σύντομη περίληψη μιας υπόθεσης
- (νομικός όρος) ένσταση
- (νομικός όρος) ένδικο μέσο αναβολής
- (ελληνιστική σημασία , νομικός όρος) νομική εξαίρεση
Πηγές
επεξεργασία- παραγραφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραγραφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.