παραγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραγράφω (παθητική φωνή: παραγράφομαι)
- (νομικός όρος) αίρω τις συνέπειες για διαπραχθέν αδίκημα, μετά από παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος
- καταργώ, διαγράφω
- (οικείο) γράφω πολύ, για πολλή ώρα συνεχόμενα
Συγγενικά
επεξεργασία- απαράγραφος
- παραγραφή
- παράγραφος
- → δείτε τις λέξεις παρά και γράφω
Κλίση(1,2)
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγράφω | παρέγραφα | θα παραγράφω | να παραγράφω | παραγράφοντας | |
β' ενικ. | παραγράφεις | παρέγραφες | θα παραγράφεις | να παραγράφεις | παράγραφε | |
γ' ενικ. | παραγράφει | παρέγραφε | θα παραγράφει | να παραγράφει | ||
α' πληθ. | παραγράφουμε | παραγράφαμε | θα παραγράφουμε | να παραγράφουμε | ||
β' πληθ. | παραγράφετε | παραγράφατε | θα παραγράφετε | να παραγράφετε | παραγράφετε | |
γ' πληθ. | παραγράφουν(ε) | παρέγραφαν παραγράφαν(ε) |
θα παραγράφουν(ε) | να παραγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέγραψα | θα παραγράψω | να παραγράψω | παραγράψει | ||
β' ενικ. | παρέγραψες | θα παραγράψεις | να παραγράψεις | παράγραψε | ||
γ' ενικ. | παρέγραψε | θα παραγράψει | να παραγράψει | |||
α' πληθ. | παραγράψαμε | θα παραγράψουμε | να παραγράψουμε | |||
β' πληθ. | παραγράψατε | θα παραγράψετε | να παραγράψετε | παραγράψτε | ||
γ' πληθ. | παρέγραψαν παραγράψαν(ε) |
θα παραγράψουν(ε) | να παραγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραγράψει | είχα παραγράψει | θα έχω παραγράψει | να έχω παραγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις παραγράψει | είχες παραγράψει | θα έχεις παραγράψει | να έχεις παραγράψει | έχε παραγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει παραγράψει | είχε παραγράψει | θα έχει παραγράψει | να έχει παραγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγράψει | είχαμε παραγράψει | θα έχουμε παραγράψει | να έχουμε παραγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε παραγράψει | είχατε παραγράψει | θα έχετε παραγράψει | να έχετε παραγράψει | έχετε παραγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραγράψει | είχαν παραγράψει | θα έχουν παραγράψει | να έχουν παραγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραγραμμένο |
Κλίση(3)
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγράφω | παραέγραφα | θα παραγράφω | να παραγράφω | παραγράφοντας | |
β' ενικ. | παραγράφεις | παραέγραφες | θα παραγράφεις | να παραγράφεις | παράγραφε | |
γ' ενικ. | παραγράφει | παραέγραφε | θα παραγράφει | να παραγράφει | ||
α' πληθ. | παραγράφουμε | παραγράφαμε | θα παραγράφουμε | να παραγράφουμε | ||
β' πληθ. | παραγράφετε | παραγράφατε | θα παραγράφετε | να παραγράφετε | παραγράφετε | |
γ' πληθ. | παραγράφουν(ε) | παραέγραφαν παραγράφαν(ε) |
θα παραγράφουν(ε) | να παραγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραέγραψα | θα παραγράψω | να παραγράψω | παραγράψει | ||
β' ενικ. | παραέγραψες | θα παραγράψεις | να παραγράψεις | παράγραψε | ||
γ' ενικ. | παραέγραψε | θα παραγράψει | να παραγράψει | |||
α' πληθ. | παραγράψαμε | θα παραγράψουμε | να παραγράψουμε | |||
β' πληθ. | παραγράψατε | θα παραγράψετε | να παραγράψετε | παραγράψτε | ||
γ' πληθ. | παραέγραψαν παραγράψαν(ε) |
θα παραγράψουν(ε) | να παραγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραγράψει | είχα παραγράψει | θα έχω παραγράψει | να έχω παραγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις παραγράψει | είχες παραγράψει | θα έχεις παραγράψει | να έχεις παραγράψει | έχε παραγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει παραγράψει | είχε παραγράψει | θα έχει παραγράψει | να έχει παραγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγράψει | είχαμε παραγράψει | θα έχουμε παραγράψει | να έχουμε παραγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε παραγράψει | είχατε παραγράψει | θα έχετε παραγράψει | να έχετε παραγράψει | έχετε παραγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραγράψει | είχαν παραγράψει | θα έχουν παραγράψει | να έχουν παραγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραγραμμένο |