εξαίρεση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαίρεση | οι | εξαιρέσεις |
γενική | της | εξαίρεσης* | των | εξαιρέσεων |
αιτιατική | την | εξαίρεση | τις | εξαιρέσεις |
κλητική | εξαίρεση | εξαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξαίρεση < αρχαία ελληνική ἐξαίρεσις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈkse.ɾe.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξαίρεση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαιρώ
- (πληροφορική) exception: σφάλμα, κατά την διάρκεια εκτέλεσης προγράμματος Η/Υ όταν ο κώδικας είναι συντακτικά σωστός, όπως όταν επιχειρείται διαίρεση με το μηδέν ή πληκτρολόγηση κειμένου σε αριθμητική μεταβλητή. Σφάλμα που δεν έχει προβλεφτεί η αντιμετώπισή του.
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξαιρώ