Abweichung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abweichung | die | Abweichungen |
γενική | der | Abweichung | der | Abweichungen |
δοτική | der | Abweichung | den | Abweichungen |
αιτιατική | die | Abweichung | die | Abweichungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAbweichung (de) θηλυκό