εξαιρέσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kseˈɾe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαι‐ρέ‐σει
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐αι‐ρέ‐σει
- τονικό παρώνυμο: εξαίρεση
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- εξαιρέσει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαιρέσει, δοτική του ἐξαίρεσις
Έκφραση επεξεργασία
εξαιρέσει
- (λόγιο, + γενική πτώση) με την εξαίρεση του/της/..., εξαιρώντας, εκτός από
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- εξαιρέσει: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξαιρέσει
Πηγές επεξεργασία
- εξαίρεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)