Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
norme normes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

norme (fr) θηλυκό

  1. το κριτήριο, το μέτρο σύγκρισης
  2. η τεχνική προδιαγραφή

Συγγενικά επεξεργασία