Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

normal < λατινική normalis < norma

  Επίθετο επεξεργασία

normal (en)

  1. κανονικός, τυπικός, συνηθισμένος, νορμάλ· αυτό που θα περίμενα
    Roast lamb is normal Easter food.
    Το ψητό αρνί είναι το τυπικό πασχαλινό φαγητό.
     συνώνυμα:  common, regular, standard, typical και usual
  2. φυσιολογικός, υγιής
  3. φυσιολογικός, ομαλός, σύμφωνος με τις κοινωνικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό ή ομαλό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό normal normaux
θηλυκό normale normales

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

normal (fr)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία



Ισπανικά (es) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
normal normales

  Επίθετο επεξεργασία

normal (es)



Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
normal normais

  Επίθετο επεξεργασία

normal (pt)



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

normal (ro)

  Επίρρημα επεξεργασία

normal (ro)