normal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnormal (en)
- κανονικός, τυπικός, συνηθισμένος, νορμάλ· αυτό που θα περίμενα
- φυσιολογικός, υγιής
- φυσιολογικός, ομαλός, σύμφωνος με τις κοινωνικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό ή ομαλό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- Normal School: σχολή που εκπαιδεύει δασκάλους, διδασκαλείο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | normal | normaux |
θηλυκό | normale | normales |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnormal (fr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normales |
Επίθετο
επεξεργασίαnormal (es)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normais |
Επίθετο
επεξεργασίαnormal (pt)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnormal (ro)
Επίρρημα
επεξεργασίαnormal (ro)