normal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnormal (en)
- κανονικός, τυπικός, συνηθισμένος, συνήθης, ομαλός, φυσιολογικός, νορμάλ· αυτό που θα περίμενα
- ⮡ a normal temperature - κανονική θερμοκρασία
- ⮡ Roast lamb is normal Easter food.
- Το ψητό αρνί είναι το τυπικό πασχαλινό φαγητό.
- ⮡ He did his normal walk.
- Έκανε το συνηθισμένο του περίπατο.
- ⮡ He sat in his normal seat.
- Κάθισε στο συνήθες του κάθισμα.
- ⮡ The political situation is back to normal again.
- Η πολιτική κατάσταση ξανάγινε πάλι ομαλή.
- ⮡ normal wear and tear - φυσιολογική φθορά
- ⮡ He is a normal person.
- Είναι ένας νορμάλ άνθρωπος.
- ≈ συνώνυμα: regular, standard, typical και usual, → και δείτε τη λέξη common
- φυσιολογικός, υγιής
- ⮡ a normal pulse - φυσιολογικός σφυγμός
- ⮡ The results of the medical exams were normal.
- Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων ήταν φυσιολογικά.
- ⮡ normal thoughts/reactions - υγιείς σκέψεις/αντιδράσεις
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- Normal School: σχολή που εκπαιδεύει δασκάλους, διδασκαλείο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | normal | normaux |
θηλυκό | normale | normales |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnormal (fr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normales |
Επίθετο
επεξεργασίαnormal (es)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normais |
Επίθετο
επεξεργασίαnormal (pt)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnormal (ro)
Επίρρημα
επεξεργασίαnormal (ro)