Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός regular
συγκριτικός more regular
υπερθετικός most regular

regular (en)

  1. τακτικός, κανονικός, που επαναλαμβάνει, ειδικά με τον ίδιο χρόνο ή χώρο ανάμεσα σε κάθε πράγμα και στο επόμενο
    ⮡  a regular bus service - τακτική συγκοινωνία με λεωφορείο
    ⮡  at regular intervals - σε τακτικά/κανονικά διαστήματα
    ⮡  a regular pulse - κανονικός σφυγμός
    ⮡  There are two regular flights a week.
    Υπάρχουν δυο τακτικές πτήσεις την εβδομάδα.
  2. τακτικός, που γίνεται ή συμβαίνει συχνά
    ⮡  He makes regular visits to him.
    Του κάνει τακτικές επισκέψεις.
    ⮡  I have regular correspondence with my brother.
    Με τον αδελφό μου έχω τακτική αλληλογραφία.
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τακτικός, για άτομα που κάνουν το ίδιο πράγμα ή πηγαίνουν συχνά στο ίδιο μέρος
    ⮡  a regular listener of the show - τακτικός ακροατής της εκπομπής
    ⮡  a regular customer of the store - τακτικός πελάτης του καταστήματος
    ⮡  He is a regular visitor.
    Είναι τακτικός επισκέπτης.
  4. (γραμματική) ομαλός, για ρήματα και ουσιαστικά που αλλάζουν τη μορφή τους με τον ίδιο τρόπο όπως τα περισσότερα άλλα ρήματα και ουσιαστικά
    ⮡  regular verbs - ομαλά ρήματα
  5. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) συνήθης, ομαλός, κανονικός, το συνηθισμένο
    ⮡  regular size - σύνηθες μέγεθος
    ⮡  under regular conditions - κάτω από ομαλές/κανονικές συνθήκες
    ⮡  regular sizes - κανονικά νούμερα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη common
  6. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) συνηθισμένος, κανονικός, χωρίς ιδιαίτερες ή επιπλέον χαρακτηριστικές
    ⮡  a regular house (nothing exceptional) - ένα συνηθισμένο σπίτι (τίποτε το εξαιρετικό)
    ⮡  a regular method of treatment - συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας
    ⮡  in the regular way - με τον κανονικό τρόπο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη normal
  7. συμμετρικός, κανονικός, που τον χαρακτηρίζει η συμμετρία
    ⮡  regular features/teeth - συμμετρικά/κανονικά χαρακτηριστικά/δόντια
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη symmetrical
  8. τακτικός, κανονικός, που διαρκεί ή συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  the regular staff - το τακτικό προσωπικό
    ⮡  I have regular employment.
    Έχω τακτική/κανονική δουλειά.
  9. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τακτικός, που ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία μιας χώρας
    ⮡  regular soldiers - τακτικοί στρατιώτες
  10. (ανεπίσημο) τέλειος, σωστός, χρησιμοποιείται για έμφαση για να δείξει ότι κάποιος ή κάτι είναι παράδειγμα
    ⮡  He is a regular rascal.
    Είναι τέλειος παλιάνθρωπος.
    ⮡  He is a regular hero.
    Είναι σωστός ήρωας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total