regularly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | regularly |
συγκριτικός | more regularly |
υπερθετικός | most regularly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαregularly (en)
- τακτικά, σε τακτικά διαστήματα, για κάτι που επαναλαμβάνεται κατά κανονικά
- ⮡ He pays his employees regularly.
- Πληρώνει τακτικά τους υπαλλήλους του.
- ⮡ He pays his employees regularly.
- τακτικά, συχνά
- (γραμματική) ομαλά
- There are regularly and irregularly declined nouns.
- Υπάρχουν ουσιαστικά που κλίνονται ομαλά και (άλλα που κλίνονται) ανώμαλα.
- ≠ αντώνυμα: irregularly
- There are regularly and irregularly declined nouns.