παραθετικά
θετικός regularly
συγκριτικός more regularly
υπερθετικός most regularly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
regularly < regular + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

regularly (en)

  1. τακτικά, σε τακτικά διαστήματα, για κάτι που επαναλαμβάνεται κατά κανονικά
    ⮡  He pays his employees regularly.
    Πληρώνει τακτικά τους υπαλλήλους του.
  2. τακτικά, συχνά
    ⮡  He writes his parents regularly.
    Γράφει τακτικά στους γονείς του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη normally
  3. (γραμματική) ομαλά
    There are regularly and irregularly declined nouns.
    Υπάρχουν ουσιαστικά που κλίνονται ομαλά και (άλλα που κλίνονται) ανώμαλα.
     αντώνυμα: irregularly