regularly
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- regularly < regular
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
regularly (en)
- (γραμματική) ομαλά
- there are regularly and irregularly declined nouns - υπάρχουν ουσιαστικά που κλίνονται ομαλά και (άλλα που κλίνονται) ανώμαλα