Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
irregularly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
irregularly
<
irregular
Επίρρημα
επεξεργασία
irregularly
(en)
(
γραμματική
)
ανώμαλα
there are regularly and
irregularly
declined nouns
- υπάρχουν ουσιαστικά που κλίνονται ομαλά και (άλλα που κλίνονται) ανώμαλα
≠
αντώνυμα
:
regularly