ανώμαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈno.ma.la/
Επίρρημα επεξεργασία
ανώμαλα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανώμαλα
Επίρρημα επεξεργασία
ανώμαλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανώμαλος