ανώμαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανώμαλος | η | ανώμαλη | το | ανώμαλο |
γενική | του | ανώμαλου | της | ανώμαλης | του | ανώμαλου |
αιτιατική | τον | ανώμαλο | την | ανώμαλη | το | ανώμαλο |
κλητική | ανώμαλε | ανώμαλη | ανώμαλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανώμαλοι | οι | ανώμαλες | τα | ανώμαλα |
γενική | των | ανώμαλων | των | ανώμαλων | των | ανώμαλων |
αιτιατική | τους | ανώμαλους | τις | ανώμαλες | τα | ανώμαλα |
κλητική | ανώμαλοι | ανώμαλες | ανώμαλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανώμαλος < αρχαία ελληνική ἀνώμαλος
Επίθετο
επεξεργασίαανώμαλος, -η, -ο
- που δεν ακολουθεί τον κανόνα, που παρεκκλίνει από αυτό που θεωρείται κανονικό ή φυσιολογικό
- (γραμματική) για λέξεις που κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο και δεν ακολουθούν τα συνήθη πρότυπα σχηματισμού κλιτών τύπων
- λεξικό ανωμάλων ρημάτων
- χωρίς σταθερό ρυθμό, με απρόβλεπτες διακυμάνσεις
- που παρουσιάζει εμπόδια
- ο δρόμος ήταν ανώμαλος, γεμάτος λακούβες
- που διεξάγεται με πολλές δυσκολίες και χωρίς να υπάρχουν οι συνήθεις συνθήκες
- το αεροπλάνο αναγκάστηκε να κάνει ανώμαλη προσγείωση
- (για ανθρώπους) σεξουαλικά διεστραμμένος, ο διαστροφικός
Συγγενικά
επεξεργασία- ανώμαλα
- ανωμαλία
- ψυχανώμαλος
- → δείτε τη λέξη ομαλός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανώμαλος | οι | ανώμαλοι |
γενική | του | ανώμαλου & ανωμάλου |
των | ανώμαλων & ανωμάλων |
αιτιατική | τον | ανώμαλο | τους | ανώμαλους & ανωμάλους |
κλητική | ανώμαλε | ανώμαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανώμαλος αρσενικό