↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωμαλία οι ανωμαλίες
      γενική της ανωμαλίας των ανωμαλιών
    αιτιατική την ανωμαλία τις ανωμαλίες
     κλητική ανωμαλία ανωμαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανωμαλία < αρχαία ελληνική ἀνωμαλία < ἀνώμαλος < ὁμαλός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anomalie ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική anomaly)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανωμαλία θηλυκό

  1. αφύσικη συμπεριφορά ή πράξη
  2. μη αποδεκτή κοινωνικά συμπεριφορά
  3. ελαττωματική παραμόρφωση σκελετού, οργάνου κ.λπ.
  4. προεξοχή ή εσοχή στο έδαφος ή σε (λεία) επιφάνεια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία