ανωμαλία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανωμαλία | οι | ανωμαλίες |
γενική | της | ανωμαλίας | των | ανωμαλιών |
αιτιατική | την | ανωμαλία | τις | ανωμαλίες |
κλητική | ανωμαλία | ανωμαλίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανωμαλία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανωμαλία θηλυκό
- αφύσικη συμπεριφορά ή πράξη
- μη αποδεκτή κοινωνικά συμπεριφορά
- (φυσική) ιδιομορφία, σημειακότητα, μονοσημία, υπέρπυκνο θεωρητικό εκφυλιστικό σωματίδιο στο κέντρο μαύρων τρυπών ή σωματιδίων μεγάλων εκρήξεων, η εσφαλμένη "μοναδικότητα" που λόγω της ολογραφικής αρχής έχει καταρριφθεί
- ιδιομορφία, η υποσημειακότητα λάθος εκφρασμένη από μεγάλης ηλικίας ακαδημαϊκούς που δεν την μελέτησαν ή αγνοούν την ολογραφική αρχή και τους κανόνες που αυτή επιβάλλει
- (γεωμετρία), (μαθηματικά) ιδιομορφία, σημειακότητα
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
στις επιστήμες λέμε "ιδιομορφία" λόγω ευγένειας (δεν λέμε πια ανωμαλία)