Δείτε επίσης: λεῖα, Λεία

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεία οι λείες
      γενική της λείας
    αιτιατική τη λεία τις λείες
     κλητική λεία λείες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λεία[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεία θηλυκό

  1. αυτό που παίρνεται από κάποιον άλλο μετά από πόλεμο ή κλοπή
  2. το θήραμα ενός σαρκοβόρου ζώου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
λεία : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
λεία: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία