prey
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαprey (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η λεία, ένα ζώο, ένα πουλί κτλ. που το κυνηγάει, το σκοτώνει και το τρώει άλλος
- ⮡ The tiger devoured its prey.
- Η τίγρη καταβρόχθισε τη λεία της.
- ⮡ The tiger devoured its prey.
- η λεία, ένα πρόσωπο ή αντικείμενο εκμετάλλευσης
- ⮡ Wallets were easy prey for the experienced thief.
- Τα πορτοφόλια ήταν εύκολη λεία για τον έμπειρο κλέφτη.
- ⮡ Wallets were easy prey for the experienced thief.
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαprey (en)