prey upon
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | prey upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | preys upon |
αόριστος | preyed upon |
παθητική μετοχή | preyed upon |
ενεργητική μετοχή | preying upon |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
prey upon (en)
- άλλη μορφή του prey on