upon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαupon (en)
- (τοπικό) επί, πάνω σε, σε επαφή με
- πάνω, αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
- ※ we have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system. (Git tutorial) [1]
- «Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.»
- ≈ συνώνυμα: on
- ※ we have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system. (Git tutorial) [1]
- ύστερα από
- ⮡ Upon examination, the bank notes proved to be forgeries.
- Ύστερα από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχτηκαν πλαστά.
- ⮡ Upon examination, the bank notes proved to be forgeries.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) Git In The Trenches. Πρόσβαση 2020-12-11.
Πηγές
επεξεργασία- upon - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω