decide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | decide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decides |
αόριστος | decided |
παθητική μετοχή | decided |
ενεργητική μετοχή | deciding |
Ρήμα
επεξεργασίαdecide (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφασίζω, σκέφτομαι προσεκτικά τις διάφορες δυνατότητες που είναι διαθέσιμες και επιλέγω μία από αυτές
- ⮡ She hasn’t decided yet which career path she will follow.
- Δεν αποφάσισε ακόμη ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει.
- ⮡ He decided to get married.
- Αποφάσισε να παντρευτεί.
- ⮡ Finally decide, are you leaving or staying?
- Επιτέλους αποφάσισε, θα φύγεις ή θα μείνεις;
- ⮡ I have not decided what I will do/where I will go.
- Δεν αποφάσισα τι θα κάνω/πού θα πάω.
- ⮡ He is a person who doesn’t decide easily.
- Είναι άνθρωπος που δεν αποφασίζει εύκολα.
- ⮡ She hasn’t decided yet which career path she will follow.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, νομικός όρος) αποφασίζω, εκδίδω δικαστική απόφαση
- ⮡ The court decided on convicting the defendant.
- Το δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορουμένου.
- ⮡ The court decided in favor of the defendant’s innocence./The court decided for the defendant’s innocence.
- Το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου.
- ⮡ It is always possible that the judge may decide against you.
- Είναι πάντα πιθανό ο δικαστής να αποφασίσει εναντίον σου.
- ⮡ The court decided on convicting the defendant.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφασίζω, κανονίζω, καθορίζω ή επιβάλλω αυτό που πρέπει να γίνει· επηρεάζω το αποτέλεσμα κάτι
- ⮡ The officer decides and the soldier executes.
- Ο αξιωματικός αποφασίζει και ο στρατιώτης εκτελεί.
- ⮡ His mother is very oppressive, she decides how he will dress, where he will go, what he will do in his life.
- Η μητέρα του είναι πολύ καταπιεστική, αυτή κανονίζει πώς θα ντυθεί, πού θα πάει, τι θα κάνει στη ζωή του.
- ⮡ A number of factors decide whether a movie will be successful or not.
- Ένας αριθμός παραγόντων καθορίζει αν μια ταινία θα είναι επιτυχημένη ή όχι.
- ⮡ These prices are decided by the manufacturers.
- Αυτές οι τιμές καθορίζονται από τους κατασκευαστές.
- ≈ συνώνυμα: determine
- ⮡ The officer decides and the soldier executes.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdecide (ro)