decide
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | decide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decides |
αόριστος | decided |
παθητική μετοχή | decided |
ενεργητική μετοχή | deciding |
Ρήμα επεξεργασία
decide (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
decide (ro)