Δείτε επίσης: deicide
ενεστώτας decide
γ΄ ενικό ενεστώτα decides
αόριστος decided
παθητική μετοχή decided
ενεργητική μετοχή deciding

decide (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφασίζω, σκέφτομαι προσεκτικά τις διάφορες δυνατότητες που είναι διαθέσιμες και επιλέγω μία από αυτές
    ⮡  She hasn’t decided yet which career path she will follow.
    Δεν αποφάσισε ακόμη ποιο επάγγελμα θα ακολουθήσει.
    ⮡  He decided to get married.
    Αποφάσισε να παντρευτεί.
    ⮡  Finally decide, are you leaving or staying?
    Επιτέλους αποφάσισε, θα φύγεις ή θα μείνεις;
    ⮡  I have not decided what I will do/where I will go.
    Δεν αποφάσισα τι θα κάνω/πού θα πάω.
    ⮡  He is a person who doesn’t decide easily.
    Είναι άνθρωπος που δεν αποφασίζει εύκολα.
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, νομικός όρος) αποφασίζω, εκδίδω δικαστική απόφαση
    ⮡  The court decided on convicting the defendant.
    Το δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη του κατηγορουμένου.
    ⮡  The court decided in favor of the defendant’s innocence./The court decided for the defendant’s innocence.
    Το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου.
    ⮡  It is always possible that the judge may decide against you.
    Είναι πάντα πιθανό ο δικαστής να αποφασίσει εναντίον σου.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφασίζω, κανονίζω, καθορίζω ή επιβάλλω αυτό που πρέπει να γίνει· επηρεάζω το αποτέλεσμα κάτι
    ⮡  The officer decides and the soldier executes.
    Ο αξιωματικός αποφασίζει και ο στρατιώτης εκτελεί.
    ⮡  His mother is very oppressive, she decides how he will dress, where he will go, what he will do in his life.
    Η μητέρα του είναι πολύ καταπιεστική, αυτή κανονίζει πώς θα ντυθεί, πού θα πάει, τι θα κάνει στη ζωή του.
    ⮡  A number of factors decide whether a movie will be successful or not.
    Ένας αριθμός παραγόντων καθορίζει αν μια ταινία θα είναι επιτυχημένη ή όχι.
    ⮡  These prices are decided by the manufacturers.
    Αυτές οι τιμές καθορίζονται από τους κατασκευαστές.
     συνώνυμα: determine

Παράγωγα

επεξεργασία



decide (ro)