decide upon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | decide upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decides upon |
αόριστος | decided upon |
παθητική μετοχή | decided upon |
ενεργητική μετοχή | deciding upon |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdecide upon (en)
- ορίζω, αποφασίζω πάνω, διαλέγω κάτι από μια σειρά από δυνατότητες
- ⮡ We must decide upon the time and course of action.
- Πρέπει να ορίσουμε τον χρόνο και τρόπο ενέργειας.
- ⮡ We have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system.
- Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine
- ⮡ We must decide upon the time and course of action.
Πηγές
επεξεργασία- decide upon - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορίζω