ενεστώτας decide upon
γ΄ ενικό ενεστώτα decides upon
αόριστος decided upon
παθητική μετοχή decided upon
ενεργητική μετοχή deciding upon

  Ετυμολογία

επεξεργασία
decide upon < → δείτε τις λέξεις decide και upon

decide upon (en)

  • ορίζω, αποφασίζω πάνω, διαλέγω κάτι από μια σειρά από δυνατότητες
    ⮡  We must decide upon the time and course of action.
    Πρέπει να ορίσουμε τον χρόνο και τρόπο ενέργειας.
    ⮡  We have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system.
    Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine