determine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | determine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | determines |
αόριστος | determined |
παθητική μετοχή | determined |
ενεργητική μετοχή | determining |
Ρήμα
επεξεργασία- (μεταβατικό) ορίζω, προσδιορίζω, επισήμως αποφασίζω και/ή σχεδιάζω κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- determine - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 746. ISBN 9780194325684., λήμμα: προσδιορίζω