ενικός         πληθυντικός  
determination determinations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
determination < determine + -ation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

determination (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αποφασιστικότητα
    ⮡  his determination to learn English - η αποφασιστικότητα του να μάθει αγγλικά
    ⮡  He lacks (the) determination.
    Του λείπει η αποφασιστικότητα.
     συνώνυμα: resolve
  2. προσδιορισμός, καθορισμός
  3. προσδιορισμός, υπολογισμός