Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
determination
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
determination
determinations
Ετυμολογία
επεξεργασία
determination
<
determine
+
-ation
Ουσιαστικό
επεξεργασία
determination
(en)
(
μη
μετρήσιμο
) η
αποφασιστικότητα
⮡
his
determination
to learn English
- η
αποφασιστικότητα
του να μάθει αγγλικά
⮡
He lacks (the)
determination
.
Του λείπει η
αποφασιστικότητα
.
≈
συνώνυμα
:
resolve
προσδιορισμός
,
καθορισμός
προσδιορισμός
,
υπολογισμός
Πηγές
επεξεργασία
determination
-
Oxford Learner's Dictionaries