Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθορισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καθορισμ
ός
οι
καθορισμ
οί
γενική
του
καθορισμ
ού
των
καθορισμ
ών
αιτιατική
τον
καθορισμ
ό
τους
καθορισμ
ούς
κλητική
καθορισμ
έ
καθορισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθορισμός
<
καθορίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθορισμός
αρσενικό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
καθορίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθορισμός
αγγλικά
:
determination
(en)