• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αποφασιστικότητα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποφασιστικότητα οι αποφασιστικότητες
      γενική της αποφασιστικότητας των αποφασιστικοτήτων
    αιτιατική την αποφασιστικότητα τις αποφασιστικότητες
     κλητική αποφασιστικότητα αποφασιστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αποφασιστικότητα < αποφασιστικός + -ότητα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αποφασιστικότητα θηλυκό

  • το να είναι κάποιος αποφασιστικός, η ιδιότητα του αποφασιστικού

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αποφασιστικότητα
  • αγγλικά : decisiveness (en), determination (en), resolve (en), gumption (en), resoluteness (en), decisiveness (en)
  • γαλλικά : détermination (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αποφασιστικότητα&oldid=5456884"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 07:12
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 07:12.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie