αποφασιστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποφασιστικότητα < αποφασιστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποφασιστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αποφασιστικός, η ιδιότητα του αποφασιστικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποφασιστικότητα