Ετυμολογία

επεξεργασία
détermination < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
détermination déterminations

détermination (fr) θηλυκό

  1. ο προσδιορισμός
  2. η αποφασιστικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία