• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

déterminatif

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

déterminatif < → λείπει η ετυμολογία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό déterminatif déterminatifs
θηλυκό déterminative déterminatives

déterminatif (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • (γραμματική) που προσδιορίζει την έννοια μιας λέξης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • déterminable
  • déterminant - déterminante
  • déterminatif - déterminative
  • détermination
  • déterminé - déterminée
  • déterminer
  • déterminisme
  • déterministe
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=déterminatif&oldid=4722832"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 09:29
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 09:29.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie