déterministe
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- déterministe < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déterministe | déterministes |
déterministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τον ντετερμινισμό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déterministe | déterministes |
déterministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός του ντετερμινισμού