ντετερμινιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ντετερμινιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ντετερμινιστικός
- αιτιοκρατικός, ο αναφερόμενος στον ντετερμινισμό
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντετερμινιστικός