ντετερμινισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντετερμινισμός < (άμεσο δάνειο) γερμανική Determinismus < λατινική determino[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντετερμινισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η αιτιοκρατία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντετερμινισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ντετερμινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας