↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντετερμινισμός οι ντετερμινισμοί
      γενική του ντετερμινισμού των ντετερμινισμών
    αιτιατική τον ντετερμινισμό τους ντετερμινισμούς
     κλητική ντετερμινισμέ ντετερμινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντετερμινισμός < (άμεσο δάνειο) γερμανική Determinismus < λατινική determino[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντετερμινισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία