determino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | determino | determinoj |
αιτιατική | determinon | determinojn |
determino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | determino | determinoj |
αιτιατική | determinon | determinojn |
determino (eo)