ντετερμινίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντετερμινίστρια < ντετερμινιστής + -τρια < γερμανική Determinist < Determinismus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντετερμινίστρια θηλυκό
- (φιλοσοφία) θηλυκό του ντετερμινιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντετερμινίστρια
|