Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déterminé déterminés

déterminé (fr) αρσενικό

  1. το προσδιορισμένο

Συγγενικά

επεξεργασία