Ετυμολογία

επεξεργασία
déterminé < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό déterminé déterminés
θηλυκό déterminée déterminées

déterminé (fr)

  1. προσδιορισμένος
  2. αποφασισμένος
  3. καθορισμένος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déterminé déterminés

déterminé (fr) αρσενικό

  1. το προσδιορισμένο

Συγγενικά

επεξεργασία