αποφασισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποφασισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποφασίζω
Μετοχή
επεξεργασίααποφασισμένος, αποφασισμένη, αποφασισμένο
- που έχει πάρει τις αποφάσεις του, που έχει ήδη αποφασίσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αποφασίζω