• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

scrappy

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

scrappy (en)

  1. ακατάστατος
  2. (λαϊκότροπο) αποφασισμένος, πεισματάρης, επίμονος, εριστικός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=scrappy&oldid=5258679"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 02:36
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, στις 02:36.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie