scrappy
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
scrappy (en)
- ακατάστατος
- (λαϊκότροπο) αποφασισμένος, πεισματάρης, επίμονος, εριστικός
- επινοητικός κυρίως διότι προσπαθεί μέχρι να επιτύχει
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
η σημασία προσδιορίζεται από το συγκείμενο