ακατάστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακατάστατος < αρχαία ελληνική ἀκατάστατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kaˈta.sta.tos/
Επίθετο
επεξεργασίαακατάστατος
- που δε βρίσκεται σε τάξη, ο ατακτοποίητος
- Το δωμάτιο του Αντρέα είναι ακατάστατο. Πρέπει, επιτέλους, να το τακτοποιήσειˈ'
- ≠ αντώνυμα: τακτοποιημένος
- (για ανθρώπους) που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη, να τακτοποιεί τα πράγματά του ή ό,τι υπάρχει στους χώρους όπου ζει
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακατάστατος