determined
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | determined |
συγκριτικός | more determined |
υπερθετικός | most determined |
determined (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) αποφασισμένος, παίρνω μια οριστική απόφαση να κάνω κάτι και να μην αφήνω κανέναν να με εμποδίσει
- αποφασιστικός, που δείχνει αποφασιστικότητα
- ⮡ He took a determined and unyielding stance.
- Κράτησε μια αποφασιστική και ανυποχώρητη στάση.
- ⮡ He took a determined and unyielding stance.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdetermined (en)