Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bent on < → δείτε τις λέξεις bent και on

  Έκφραση επεξεργασία

bent on (en)

  • (ιδιωματισμός) βάλθηκα να, είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι
    He is bent on getting rich quick.
    Βάλθηκε να πλουτίσει γρήγορα.

  Πηγές επεξεργασία