bent on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαbent on (en)
- (ιδιωματισμός) βάλθηκα να, είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι
- ↪ He is bent on getting rich quick.
- Βάλθηκε να πλουτίσει γρήγορα.
- ↪ He is bent on getting rich quick.
Πηγές
επεξεργασία- bent (idioms): bent on (doing) something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω