résolu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- résolu < résoudre
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | résolu | résolus |
θηλυκό | résolue | résolues |
résolu (fr) αρσενικό
- αποφασιστικός, γεμάτος αποφασιστικότητα
- αποφασισμένος, το έχω πάρει απόφαση
- ανενδοίαστος, αδίστακτος