Ετυμολογία

επεξεργασία
hardi < παλαιά γαλλική hardi

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔaʁ.di/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό hardi hardis
θηλυκό hardie hardies

hardi (fr)

  1. τολμηρός
    (εραλδική) coq hardi - πετεινός με ανοιχτό το ράμφος και σηκωμένο το πόδι

  Επιφώνημα

επεξεργασία

hardi (fr)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
hardi < hard- + -i
ρήμα hardi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας hardas hardanta hardata
αόριστος hardis hardinta hardita
μέλλοντας hardos hardonta hardota
υποθετική hardus - -
προστακτική hardu - -

hardi (eo)