Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πετεινός οι πετεινοί
      γενική του πετεινού των πετεινών
    αιτιατική τον πετεινό τους πετεινούς
     κλητική πετεινέ πετεινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετεινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πετεινός (αρχαία σημασία: που πετάει)[1]
 
Πετεινός σε χορτάρι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετεινός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πετεινός πετεινή τὸ πετεινόν
      γενική τοῦ πετεινοῦ τῆς πετεινῆς τοῦ πετεινοῦ
      δοτική τῷ πετειν τῇ πετειν τῷ πετειν
    αιτιατική τὸν πετεινόν τὴν πετεινήν τὸ πετεινόν
     κλητική ! πετεινέ πετεινή πετεινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πετεινοί αἱ πετειναί τὰ πετεινᾰ́
      γενική τῶν πετεινῶν τῶν πετεινῶν τῶν πετεινῶν
      δοτική τοῖς πετεινοῖς ταῖς πετειναῖς τοῖς πετεινοῖς
    αιτιατική τοὺς πετεινούς τὰς πετεινᾱ́ς τὰ πετεινᾰ́
     κλητική ! πετεινοί πετειναί πετεινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πετεινώ τὼ πετεινᾱ́ τὼ πετεινώ
      γεν-δοτ τοῖν πετεινοῖν τοῖν πετειναῖν τοῖν πετεινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετεινός < (πέτομαι) θέμα πετ- + άγνωστης ετυμολογίας σχηματισμός κατάληξης. Πιθανόν *πετεσ-νός < με υπόθεση για ουδέτερο *πετ-ός. Ή απευθείας πετ- + -εινός.[1]

  Επίθετο επεξεργασία

πετεινός, -ή, -όν

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία