ιπτάμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιπτάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος ίπταμαι
Μετοχή επεξεργασία
ιπτάμενος, -η, -ο
- που πετάει
- ιπτάμενος δίσκος
- ο ιπτάμενος Ολλανδός
- (ως ουσιαστικό) ο αξιωματικός της αεροπορίας που πετάει σε αντίθεση με το προσωπικό εδάφους
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- ιπτάμενο δελφίνι: είδος ταχύπλοου επιβατηγού σκάφους