Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιπτάμενος η ιπτάμενη το ιπτάμενο
      γενική του ιπτάμενου της ιπτάμενης του ιπτάμενου
    αιτιατική τον ιπτάμενο την ιπτάμενη το ιπτάμενο
     κλητική ιπτάμενε ιπτάμενη ιπτάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιπτάμενοι οι ιπτάμενες τα ιπτάμενα
      γενική των ιπτάμενων των ιπτάμενων των ιπτάμενων
    αιτιατική τους ιπτάμενους τις ιπτάμενες τα ιπτάμενα
     κλητική ιπτάμενοι ιπτάμενες ιπτάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιπτάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος ίπταμαι

  Μετοχή επεξεργασία

ιπτάμενος, -η, -ο

  1. που πετάει
    ιπτάμενος δίσκος
    ο ιπτάμενος Ολλανδός
  2. (ως ουσιαστικό) ο αξιωματικός της αεροπορίας που πετάει σε αντίθεση με το προσωπικό εδάφους

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία