↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροπτέρυγο τα υδροπτέρυγα
      γενική του υδροπτέρυγου των υδροπτέρυγων
    αιτιατική το υδροπτέρυγο τα υδροπτέρυγα
     κλητική υδροπτέρυγο υδροπτέρυγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Υδροπτέρυγο δρομολογημένο στη Βαλτική

  Ετυμολογία

επεξεργασία

υδροπτέρυγο < υδρο- (< αρχαία ελληνική ὕδωρ) + πτερύγιο + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) hydrofoil)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδροπτέρυγο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία