υδροπτέρυγο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
υδροπτέρυγο < υδρο- (< αρχαία ελληνική ὕδωρ) + πτερύγιο + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) hydrofoil)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδροπτέρυγο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (ναυτικός όρος) είδος ταχύπλοου επιβατηγού θαλάσσιου σκάφους