Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταχύπλοο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Κλιτικός τύπος επιθέτου
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ταχύπλο
ο
τα
ταχύπλο
α
γενική
του
ταχυπλό
ου
&
ταχύπλο
ου
των
ταχυπλό
ων
αιτιατική
το
ταχύπλο
ο
τα
ταχύπλο
α
κλητική
ταχύπλο
ο
ταχύπλο
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταχύπλοο
<
ταχύπλοος
<
αρχαία ελληνική
ταχύπλοος
<
ταχυ-
+
πλόος
/
πλοῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταχύπλοο
ουδέτερο
το
σκάφος
που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη
ταχύτητα
πλέοντας στο
νερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταχύπλοο
αγγλικά
:
high-speed
(en)
(
craft
,
vessel
),
speedboat
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ταχύπλοο
αιτιατική
ενικού
,
αρσενικού
γένους
του
ταχύπλοος
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
ουδέτερου
γένους
του
ταχύπλοος