• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ταχύπλοο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
    • 1.3 Κλιτικός τύπος επιθέτου

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταχύπλοο τα ταχύπλοα
      γενική του ταχυπλόου
& ταχύπλοου
των ταχυπλόων
    αιτιατική το ταχύπλοο τα ταχύπλοα
     κλητική ταχύπλοο ταχύπλοα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχύπλοο < ταχύπλοος < αρχαία ελληνική ταχύπλοος < ταχυ- + πλόος/πλοῦς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταχύπλοο ουδέτερο

  • το σκάφος που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα πλέοντας στο νερό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ταχύπλοο
  • αγγλικά : high-speed (en) (craft, vessel), speedboat (en)
  • γαλλικά : bateau (fr) à grande (fr)vitesse (fr)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ταχύπλοο

  • αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ταχύπλοος
  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ταχύπλοος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ταχύπλοο&oldid=7098733"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Απριλίου 2025, στις 08:34

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Απριλίου 2025, στις 08:34.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας