craft
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
craft | crafts |
craft (en)
- η τέχνη ως εφαρμοσμένη τέχνη
- το επάγγελμα
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcraft (en)
Πηγές
επεξεργασία- craft - Oxford Learner's Dictionaries
- craft - Cambridge Dictionary online