εφαρμοσμένη τέχνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εφαρμοσμένη τέχνη | οι | εφαρμοσμένες τέχνες |
γενική | της | εφαρμοσμένης τέχνης | των | εφαρμοσμένων τεχνών |
αιτιατική | την | εφαρμοσμένη τέχνη | τις | εφαρμοσμένες τέχνες |
κλητική | εφαρμοσμένη τέχνη | εφαρμοσμένες τέχνες | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εφαρμοσμένη τέχνη < απόδοση για την αγγλική craft → δείτε τη μετοχή εφαρμοσμένη, θηλυκό του εφαρμοσμένος & τέχνη
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαεφαρμοσμένη τέχνη θηλυκό ιδίως στον πληθυντικό
- τέχνη και τεχνική που εξυπηρετεί πρακτικές ανάγκες αλλά απαιτεί και καλαισθησία
- ⮡ Κάθε χειροτεχνία είναι μια εφαρμοσμένη τέχνη, όπως οι παραδοσιακές τέχνες, οι διακοσμητικές τέχνες.
- ⮡ σπουδές εφαρμοσμένων τεχνών
- → δείτε εφαρμοσμένες τέχνες Κατηγορία:Εφαρμοσμένες τέχνες (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό